- λευκόλινον
- λευκόλινον, τὸ (Α)λευκό λινάρι που χρησίμευε για κατασκευή σχοινιών και ξαρτιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + λίνον «λινάρι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκολίνου — λευκόλινον white flax neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκολίνων — λευκόλινον white flax neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκολίνῳ — λευκόλινον white flax neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόλινα — λευκόλινον white flax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRUDA — de fructibus, Graece ὠμὰ, quae immatura sunt, quibus opponuntur Cocti fructus, apud Hygin. At linum crudum, Graece ὠμολινον, quod nondum maceratum est, cui opponitur λευκόλινον, h. e. linum aquâ maceratum et lavacrô candidum factum. Nempe nostrô… … Hofmann J. Lexicon universale
OMOLINUM — Graece ὠμόλινον, linum est crudum et nondum maceratum, e quo funes olim fiebant; cui opponitur λευκόλινον, linum aquâ maceratum et lavacrô candidum factum. Pollux l. 10. c. 17. Καὶ δίσκος καὶ ἀποτμιάδες καὶ ὠμόλινον ἀλλὰ καὶ Αἰχύλος εν Προμηθεῖ… … Hofmann J. Lexicon universale
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκολινής — λευκολινής, ό, ἡ (Α) [λευκόλινον] ο κατασκευασμένος από λευκό λινάρι … Dictionary of Greek